γειτνιώ — γειτνιῶ, άω (AM) 1. είμαι κοντινός, γειτονεύω 2. μοιάζω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων ( ονος), με μηδενισμένη βαθμίδα θέματος. Ο τ. γειτνία θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο τού γειτνιώ, ενώ είχε υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. το ρ … Dictionary of Greek
γειτνία — γειτνία, η (AM) μσν. συνοικία μιας πόλης, γειτονιά αρχ. 1. η γειτνίαση, το να γειτονεύει κανείς με κάποιον άλλο 2. η ομοιότητα 3. οι γείτονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων ( ονος), με μηδενισμένη βαθμίδα θέματος ή < γειτνιώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
γειτνίαση — η (AM γειτνίασις) [γειτνιώ] 1. το γειτόνεμα, το να είναι κάτι κοντά με κάτι άλλο 2. γειτονιά, περιοχή 3. η ομοιότητα … Dictionary of Greek
παραγειτνιώ — άω, Μ είμαι γείτονας, γειτονεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειτνιῶ «γειτονεύω»] … Dictionary of Greek
προσγειτνιώ — άω, Α γειτονεύω, συνορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γειτνιῶ «γειτονεύω»] … Dictionary of Greek